- επιστήμη
- Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία κοινωνική ομάδα ή σε ένα άτομο. Παραδείγματος χάριν, μερικές γνώσεις γεωργίας ή αστρονομίας των πρωτόγονων λαών αναφέρονται σε μύθους που διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό· και όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν γνώσεις, σχετικές με αντικείμενα κοινής χρήσης, που συνδέονται στενά με τις συνήθειες της καθημερινότητας. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας της ε. βρίσκεται στη φύση του συνόλου μέσα στο οποίο τοποθετεί τα αντικείμενά της και τα χαρακτηρίζει. Ένα σύνολο προσδίδει στη γνώση αντικειμενικότητα, όταν προσφέρει ορισμένες εγγυήσεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάθε άνθρωπο που έχει μάθει να εκτελεί μερικές εργασίες. Όσο για τη φύση αυτού του συνόλου, για την ισχύ των εγγυήσεων που παρουσιάζει, η ιστορία του ανθρώπινου επιστημονικο-φιλοσοφικού πολιτισμού παρέχει ορισμένο αριθμό δυνατοτήτων εκλογής.
Στην αρχαιότητα, οι Έλληνες όριζαν τη διαφορά μεταξύ γνώσης και ε. ως διαφορά μεταξύ γνώμης και ε., δίνοντας στην πρώτη τον χαρακτήρα αβέβαιης και τυχαίας γνώσης και στη δεύτερη τον χαρακτήρα γνώσης που μπορεί να αποδειχθεί. Ο Αριστοτέλης διατύπωσε αυτή την αντίληψη για την ε., λέγοντας ότι ε. είναι ένα συνεπές σώμα αποδεικτικών συλλογισμών. Οι διάφορες ε. διακρίνονται από το αντικείμενό τους και καθεμία φέρει δικές της αρχές στο πεδίο εφαρμογής της· όλες όμως, από τη θεολογία μέχρι τα μαθηματικά και τη φυσική, έχουν κοινές αρχές και την ίδια παραγωγική μέθοδο. Μεταξύ των μαθηματικών και των ε. της φύσης δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές, όπως δεν υπάρχουν και μεταξύ των ε. της φύσης και εκείνων του ανθρώπου. Εξάλλου, η επιστημονική γνώση είναι τελείως διαφορετική από τις τεχνικές που βασίζονται στην εμπειρία. Γι’ αυτό, το αντικειμενικό κύρος της ε. βασίζεται στην ύπαρξη αρχών εγγενών στη διανοητική φύση του ανθρώπου, οι οποίες αποτελούν τα θεμέλια της τάξης και του σύμπαντος, και στην προϋπόθεση λογικών διαδικασιών που είναι φυσικές για τον άνθρωπο και εκφράζουν, κατά κάποιον τρόπο, την αρμονική τάξη του σύμπαντος.
Αυτή η αντίληψη της ε., που πραγματοποιήθηκε απόλυτα στη γεωμετρία του Ευκλείδη και στην αστρονομία του Κλαύδιου Πτολεμαίου, επέδρασε ισχυρότατα στην αριστοτελική παράδοση κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Ωστόσο, αμφισβητήθηκε έντονα όταν επανεμφανίστηκε το ιδεώδες της τέλειας αποδεικτικής γνώσης, που είχε τεθεί από τον Αριστοτέλη, και όταν υπεισήλθε με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της σχέσης ε. και τεχνικής. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το ιδεώδες μιας τέλειας γνώσης, βασισμένης μόνο στην ανθρώπινη λογική, συνάντησε αντιδράσεις θρησκευτικής φύσης. Επικρίθηκε όμως βιαιότατα από λογική άποψη με τα όργανα που παρείχε η ονοματοκρατική λογική. Η πληρέστερη έκφραση αυτής της κριτικής απαντά στον Γουλιέλμο της Όκαμ, κατά τον 14o αι. Επίσης κατά τον Μεσαίωνα παρατηρήθηκε αναθεώρηση της σχέσης μεταξύ ε. και τεχνικής. Θεωρούσαν τον άνθρωπο ως πλάσμα ικανό να ασκεί τα μέλη του σώματός του, αλλά ανεπαρκή στην οικοδόμηση γνώσης. Και στους μεσαιωνικούς κύκλους γνώσεων οι λεγόμενες μηχανικές τέχνες είχαν αρχίσει να βρίσκουν, τέλος, κάποια θέση, έστω και ως δευτερεύοντα θέματα, σε σύγκριση με τις ελευθέριες τέχνες. Αποφασιστική ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση δόθηκε από τη διάδοση των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων των Αράβων, μεταξύ 12ου και 13ου αι. Μολονότι ο Ούγκο ντι Σαν Βιτόρε (12ος αι.) και ο Αλβέρτος ο Μέγας (13ος αι.) είχαν συμπεριλάβει τις μηχανικές τέχνες στον κύκλο της διδασκαλίας τους, εκείνος που αναγνώρισε τη σπουδαιότητα του επιστημονικού πειράματος ήταν ο Βακών ή Ρότζερ Μπέικον (13ος αι.). Φυσικά, η σπουδαιότητα της τεχνικής γνώσης ενισχύθηκε από την οικονομική εξέλιξη, από τη διάσπαση της πολιτικής ενότητας, από την ανάπτυξη των τάξεων των τεχνιτών και των αστών, παράγοντες που οδήγησαν στο τέλος του Μεσαίωνα. Σε φιλοσοφική βάση, η σπουδαιότητα αυτή αναγνωρίστηκε γενικά μόνο κατά την Αναγέννηση. Η μεταβολή αυτής της κατάστασης οδήγησε στη διατύπωση ενός νέου ιδεώδους της ε., το οποίο εξέφρασε ο Γαλιλαίος στην προσπάθειά του να προσφέρει εχέγγυα αντικειμενικότητα με ένα όργανο διάφορο του αριστοτελικού και με συνθήκες διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Με την προοπτική αυτή, η ε. νοήθηκε ως η αποσύνθεση της φύσης στα απλά στοιχεία της και στις μεταξύ τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον Φράνσις Μπέικον, ο άνθρωπος φτάνει στα απλά στοιχεία με την άμεση εξερεύνηση της φύσης και των τεχνικών μεθόδων που επενεργούν στη φύση, ενώ οι σχέσεις τους αποκαλύπτονται επαγωγικά. Σύμφωνα με τον Ντεκάρ (Καρτέσιος), τα απλά στοιχεία που αποτελούν τη φύση διαβιβάζονται άμεσα στην ανθρώπινη εμπειρία και οι σχέσεις τους περιγράφονται από την αναλυτική γεωμετρία. Μέσα στη διαφορά όμως των ερμηνειών, η αντίληψη αυτή για την ε. φέρει τα εξής γενικά χαρακτηριστικά: τα στοιχεία που αποτελούν τη φύση δίνονται στην ανθρώπινη εμπειρία και οι σχέσεις τους μπορούν να ανακαλυφθούν με επαγωγικές και μαθηματικές διαδικασίες, συνδυασμένες κατά διάφορους τρόπους. Η πληρέστερη πραγματοποίηση του ιδεώδους αυτού της ε. αποτελεί τη φυσική του Νεύτωνα Ισαάκ Νιούτον.
Με την έννοια αυτή, η ε. είναι μια γνώση απόλυτα βέβαιη και έγκυρη για όλους τους ανθρώπους. Η εγκυρότητα αυτή, εντούτοις, βασίζεται όχι πια σε αρχές του λογικού, που θεωρείται ως κάτι το οποίο δίνει τάξη στις ανθρώπινες ικανότητες και στον κόσμο, αλλά στην παρουσία κοινών στοιχείων στην ανθρώπινη εμπειρία και στη φύση. Η ορθή ταξινόμηση αυτών των στοιχείων είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί μόνο μέσω της αποδεικτικής οδού, αλλά απαιτεί την αρωγή του πειράματος και της επαγωγής. Ο Καντ απέδειξε ότι το θεμέλιο του αντικειμενικού κύρους, στην αντίληψη αυτή για ε., βρίσκεται στην αποδοχή της άποψης ότι η ανθρώπινη εμπειρία αποτελείται από τα ίδια στοιχεία που συγκροτούν τη φύση. Η επιτυχία της αποκατάστασης του οικοδομήματος της φύσης, με βάση τα στοιχεία εμπειρίας, δέχτηκε διάφορες ερμηνείες: μπορεί να είναι η πλήρης περιγραφή της φύσης, στην οποία κανένα δεδομένο δεν έρχεται σε αντίθεση. Αυτή η προσέγγιση της ε. συνοδεύεται συχνά από δύο χαρακτηριστικές θέσεις: την ενότητα της ε., που επιτυγχάνεται σχεδόν πάντοτε με την αναγωγή των άλλων ε. στη φυσική, και τον διαχωρισμό μεταξύ των μαθηματικών και των άλλων ε., δεδομένου ότι τα μαθηματικά έχουν ως αποτέλεσμα όχι την εμπειρία αλλά τις ιδέες ή την ανθρώπινη γλώσσα.
Αυτή η αντίληψη, που κυριάρχησε στο δυτικό πνεύμα από τον 17o έως τον 19o αι., αμφισβητήθηκε τον προηγούμενο αιώνα. Το ιδεώδες της πλήρους περιγραφής της φύσης εγκαταλείφθηκε μετά την ανακάλυψη ότι πολλές επιστημονικές έννοιες έχουν τον χαρακτήρα περιορισμένων προτύπων. Το κριτήριο της τέλειας πρόβλεψης αντικαταστάθηκε από εκείνο της πιθανής, η λογική δομή της επιστημονικής γλώσσας αποκάλυψε αντινομίες και δυσκολίες και η θεώρηση των μαθηματικών ως δομής της ε. της φύσης φάνηκε πολύ περιορισμένη. Εξάλλου, η απόπειρα να αναχθεί σε ενότητα η ε. απέβη ανεπιτυχής: αν μερικοί κλάδοι της ε. ενοποιήθηκαν, άλλοι γέννησαν νέους κλάδους της ε. και εξειδικεύτηκαν. Τέλος, οι ψυχολογικές προϋποθέσεις, που θα όφειλαν να εξασφαλίσουν τον σύνδεσμο μεταξύ της ε. και των σχετικών με τη γνώση φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου, αποδείχθηκαν αφελείς στη σύγχρονη επιστημονική ψυχολογία.
Στην εποχή μας, δεν είναι πια δυνατόν να οριστεί η ε. ως ένα σώμα αληθειών που εξαρτώνται από λίγες αρχές ή νόμους ή ως τέλεια περιγραφή της φύσης ή ως κάτι που επιτρέπει την ασφαλή πρόβλεψη για την κυριαρχία της φύσης ούτε ως προϊόν των γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου. Η ε. αποτελεί σήμερα όχι ένα σύνολο αληθειών αλλά ένα σύνολο τεχνικών μεθόδων έρευνας και προβλημάτων, αβεβαιοτήτων που αναγνωρίζονται ως τέτοιες και αποτελούν αντικείμενο έρευνας. Ούτε οι επιστημονικές κρίσεις έχουν απεριόριστο κύρος: αυτές προϋποθέτουν ότι ανήκουν σε έναν πολιτισμό που ασκεί, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, κριτική της παράδοσης, στην οποία έχουν διατεθεί τα μέσα για την εφαρμογή συγκεκριμένης τεχνικής. Σε μια προσπάθεια να χαρακτηριστεί σήμερα η ε. μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο διαλεκτικός και ερευνητικός χαρακτήρας της, η συνεχής προσφυγή σε τεχνικές, τις οποίες εφαρμόζει όποιος διαθέτει τα μέσα. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ε. αποτελεί γνώση εφοδιασμένη με αντικειμενικό κύρος, καθώς αναφέρεται σε σύνολο που προσφέρεται από την ίδια τη φύση ή από την εμπειρία γενικά ή από το λογικό. Το αντικειμενικό κύρος της ε. οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή δεν ταξινομεί τις ίδιες της τις γνώσεις σε κανένα σταθερό και προνομιούχο σχήμα, ότι είναι πάντοτε σε θέση να αλλάζει σχήμα αναφοράς, ότι κάθε σχήμα αναφοράς πρέπει να συνίσταται από ενεργό τεχνική, που μπορεί να τεθεί σε πράξη από οποιονδήποτε διαθέτει τα μέσα και κατέχει τους κανόνες που σχετίζονται με τη λειτουργία των οργάνων τα οποία η ίδια χρησιμοποιεί και ότι κάθε συζήτηση πάνω σε ένα σχήμα πρέπει να διεξαχθεί με τη συγκεκριμένη τεχνική. Γι’ αυτό η ε. έγκειται στην προσπάθεια να διορθώσει τις τεχνικές που μπορεί να μεταχειριστεί οποιοσδήποτε, εφαρμόζοντας τη μία πάνω στην άλλη. Μια γνώση είναι επιστημονική μόνο εφόσον μπορεί να συζητηθεί με μία από αυτές τις τεχνικές.
Εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας. Η επιστημονική έρευνα είναι το σύνολο των πειραματικών και θεωρητικών ενεργειών που τείνουν να διερευνήσουν τους νόμους που ρυθμίζουν τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα. Ανάλογα με τους βασικούς σκοπούς που θέτει από πριν, διακρίνεται συνήθως σε έρευνα θεμελιώδηβασική και σε έρευνα εφαρμοσμένη. Η θεμελιώδης έρευνα θέτει σκοπό της να μελετήσει σε πλάτος και βάθος τα φαινόμενα, προσδιορίζοντας τους νόμους που τα διέπουν και δίνοντας μια θεωρητική ερμηνεία, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες άμεσης χρησιμοποίησης των γνώσεων που αποκτήθηκαν· η εφαρμοσμένη έρευνα έχει στόχο της να επισημάνει τις δυνατές αξιοποιήσεις των επιστημονικών γνώσεων για πρακτικούς σκοπούς.
Στην κλασική αρχαιότητα δεν ήταν άγνωστα τα κέντρα επιστημονικής έρευνας, όπως η Πυθαγόρεια Σχολή, η Πλατωνική Ακαδημία, το Αριστοτελικό Λύκειο και –αυτό που πλησιάζει περισσότερο στη σύγχρονη αντίληψη για την επιστημονική έρευνα– το Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
Εξάλλου, τα κέντρα αυτά διέφεραν σημαντικά από τα σύγχρονα κέντρα ερευνών, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τους σκοπούς και τις μεθόδους της ε. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η κληρονομιά των επιστημονικών γνώσεων συντηρήθηκε και μεταδόθηκε από τις μονές και αργότερα από τα πανεπιστήμια που επεξεργάστηκαν επίσης την επιστημονική προσφορά του ισλαμικού κόσμου. Ενώ τα κέντρα της επίσημης παιδείας μετέδιδαν την επιστήμη με τη μορφή βιβλίου ή διδασκαλίας, νέα εμπειρικά δεδομένα συγκεντρώθηκαν κατά την άσκηση της χειροτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την Αναγέννηση, άνθρωποι όπως ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, ο Άλμπρεχτ Ντίρερ και ειδικότερα ο Λεονάρντο ντα Βίντσι αισθάνθηκαν ζωηρή την ανάγκη να ενοποιήσουν τις θεωρητικές και εμπειρικές γνώσεις. Από τη στάση αυτή γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, η οποία βρίσκει στον Γαλιλαίο την πρώτη ολοκληρωμένη έκφρασή της. Αυτή η σύγχρονη ε. προσέφερε αργότερα ζωή σε πλήθος ιδρυμάτων και οργανισμών, που είχαν σκοπό τους να συντονίσουν την επιστημονική έρευνα και να γνωστοποιήσουν στο ευρύ κοινό τα αποτελέσματά της.
Τον 17o αι., οι επιστημονικές ακαδημίες συγκέντρωσαν την κληρονομιά από τις ιδιωτικές εταιρείες των σοφών, που είχαν συσταθεί παλαιότερα και για μακρό χρονικό διάστημα υπήρξαν, παρά τις διαδοχικές αλλαγές, κέντρα συντονισμού και περισυλλογής των αποτελεσμάτων που προέρχονταν από την επιστημονική έρευνα. Η δημοσίευση των επιστημονικών απολογιστικών εκθέσεων και οι κατά καιρούς συναντήσεις συνετέλεσαν ιδιαίτερα στο να γίνουν γνωστά τα πρόσφατα δεδομένα σε όλους τους μελετητές, επιτρέποντας έτσι μια διάδοση γνώσεων ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν δυνατόν τις προηγούμενες εποχές με την ανταλλαγή επιστολών. Σε μερικές περιπτώσεις, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι γραμματείς-επιμελητές των επιστημονικών εταιρειών (π.χ. ο Ρόμπερτ Χουκ) οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι επαγγελματίες ερευνητές με τη σημερινή σημασία του όρου. Ανάλογη υπήρξε, μέχρι ένα σημείο, η θέση των αστρονόμων, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι να φέρουν εις πέρας συγκεκριμένες έρευνες χωρίς την υποχρέωση διδασκαλίας (στη Μεγάλη Βρετανία, π.χ., κατασκευάστηκε το αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς με τον συγκεκριμένο σκοπό να πραγματοποιήσει αστρονομικές έρευνες χρήσιμες στη ναυσιπλοΐα). Ωστόσο, αυτές οι περιπτώσεις ήταν εξαιρετικά σπάνιες, καθώς η τάση που κυριαρχούσε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ο συνδυασμός της ερευνητικής δραστηριότητας με τη διδασκαλία. Στην επιστημονική έρευνα αφοσιώθηκαν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές με τους βοηθούς τους καθώς και μερικοί πλούσιοι ιδιώτες απαλλαγμένοι από οικονομικές φροντίδες (στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει μια τέτοια παράδοση που ξεκινάει από τον Μπόιλ και φτάνει στον Κάβεντις και στον Δαρβίνο). Εξάλλου, αυτή την εποχή μερικοί μελετητές άρχισαν να ενδιαφέρονται για περιοχές που μέχρι τότε ήταν ξένες στον κόσμο της ε. Αξίζει να αναφερθεί ως παράδειγμα ότι οι πρώτες βάσεις της πολιτικής οικονομίας που την ανέδειξαν σε σύστημα επιδεκτικό επιστημονικής έρευνας είχαν τεθεί κατά τον 18o αι.
Από το τέλος του 19ου αι., τα διεθνή συνέδρια των διαφόρων ε. και η διάδοση των επιστημονικών περιοδικών συνετέλεσαν στη δημιουργία επαφής και ανταλλαγής πληροφοριών και αποδείχθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά για την εξέλιξη της έρευνας.
Σταδιακά, και ειδικότερα από το τέλος του 18ου αι., η πολυπλοκότητα των ερευνών, οι οποίες όλο και συχνότερα απαιτούσαν τη συνδυασμένη δραστηριότητα περισσότερων ατόμων, και το κόστος των εργαστηριακών εξοπλισμών, που ξεπέρασε τις ιδιωτικές δυνατότητες, κατέστησε την επιστημονική έρευνα ομαδική δραστηριότητα, επιχορηγούμενη από τον δημόσιο προϋπολογισμό και από τα αρμόδια ινστιτούτα (π.χ. ινστιτούτο Παστέρ και ινστιτούτο Ραδίου στο Παρίσι), καθώς και από διεθνή ινστιτούτα (CERN, Ευρατόμ κ.ά.).
Έτσι, η μορφή του απομονωμένου σοφού εξαφανίστηκε, ενώ αναδύθηκε με τρόπο όλο και πιο καθαρό η μορφή του επιστήμονα-ερευνητή· η ομαδική εργασία έτεινε σταδιακά να αντικαταστήσει την ατομική προσπάθεια. Η κατάσταση αυτή αποτέλεσε αναμφισβήτητα πρόοδο σε σύγκριση με τα δεδομένα του παρελθόντος (κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., ο χημικός Ντιμά θεωρείτο προνομιούχος, γιατί μπορούσε να συντηρεί με δικά του μέσα ένα εργαστήριο) και αποκάλυψε, ακριβώς γι’ αυτό, μια βαθμιαία, έστω και ανεπαρκή σε πολλές περιπτώσεις, συνειδητοποίηση από το επίσημο κράτος της σπουδαιότητας της επιστημονικής έρευνας· ωστόσο, έθεσε σοβαρά και πολύπλοκα προβλήματα που γέννησαν μεγάλες ανησυχίες στους μελετητές. Η υπερβολική εξειδίκευση, αποτέλεσμα της ομαδικής εργασίας –όπου καθένας επιφορτίζεται με ένα αυστηρά καθορισμένο έργο– δεν συνετέλεσε στη διαμόρφωση και στη σταθεροποίηση επιστημονικών προσωπικοτήτων· από την άλλη, τα οργανωτικά προβλήματα κατέληξαν να απορροφούν ένα μέρος –ενίοτε σημαντικό– της δραστηριότητας εκείνου που διηύθυνε και καθοδηγούσε την εργασία των ομάδων, εκτρέποντάς τον έτσι από την προσωπική ερευνητική δραστηριότητα. Τα προβλήματα αυτά και άλλα συναφή έλαβαν ιδιαίτερη σημασία στις χώρες εκείνες όπου η επιστημονική έρευνα είναι περισσότερο ανεπτυγμένη και αποκαλύπτουν την τάση για τη συγκρότηση όλο και μεγαλύτερων ενοτήτων έρευνας εκεί όπου παρατηρούνται περιορισμοί και κίνδυνοι. Από την ορθή λύση των οργανωτικών προβλημάτων εξαρτάται, σε σημαντικό βαθμό, η εξέλιξη που θα έχει στο προσεχές μέλλον η συντονισμένη διεθνής επιστημονική έρευνα.
Η είσοδος στο κέντρο ατομικών ερευνών του Ίσπρα στη βόρεια Ιταλία, που εξαρτάται από την οργάνωση της Ευρατόμ.
Από τα τέλη του 19ου αι., η μορφή του απομονωμένου «σοφού» επιστήμονα εξαφανίζεται και παραχωρεί τη θέση της στην ομαδική έρευνα, πρωτεργάτης της οποίας υπήρξε ο Λουί Παστέρ.
Τα επιστημονικά συνέδρια και οι διεθνείς οργανισμοί έρευνας ευνοούν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των επιστημόνων των διαφόρων χωρών. Στη φωτογραφία, ο Ρώσος φυσιολόγος και πειραματικός ψυχολόγος Ιβάν Παβλόφ διαβάζει μία ανακοίνωση στο 10o συνέδριο ψυχολογίας στην Κοπεγχάγη (1932).
Εργαστήριο του Διεθνούς Γραφείου Ατομικής Ενέργειας στην Αυστρία (φωτ. ΑΠΕ).
Ο θάνατος του Αρχιμήδη, του μεγάλου επιστήμονα της αρχαιότητας, σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό (Ινστιτούτο Στέντελ, Φρανκφούρτη).
H αριστοτελική αντίληψη για την επιστήμη, την οποία θεωρούσαν ότι βασίζεται σε a priori αρχές, βρήκε τη συνεπέστερη πραγματοποίησή της στο γεωκεντρικό σύστημα του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος αι. μ.Χ.), που είχε γίνει αποδεκτό από την αριστοτελική παράδοση του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και ήταν για αιώνες ακαταμάχητη αλήθεια. Στην εικόνα, το σύστημα αυτό σε γραφική αναπαράσταση από τη «Μακροκοσμική αρμονία» του Ανδρέα Κελλάριου, έκδοση που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, το 1661.
Επιστήμονες της φαρμακοποιίας από αραβικό χειρόγραφο του 13ου αι.
Επιστήμονας της βοτανολογίας, από ιταλικό κώδικα του 13ου αι. που αποδίδεται στον Ιπποκράτη.
Γραφική αναπαράσταση του ηλιοκεντρικού συστήματος του Κοπέρνικου (1473-1543), θεμελιωτή των νεότερων αντιλήψεων για την αστρονομία.
* * *η (AM ἐπιστήμη) [επίσταμαι]1. σύνολο συστηματικών γνώσεων σε κύκλο θεμάτων, φαινομένων, θεωριών (με διάκριση από την «τέχνη», τις «τέχνες» και την «εμπειρία», την εμπειρική, πρακτική γνώση) («θετικές επιστήμες, θεωρητικές επιστήμες, η επιστήμη τής ιατρικής, τής νομικής» κ.λπ.)2. γνώση, εμπειρία, το να ξέρει κάποιος καλά κάτι3. τέχνη, επάγγελμαμσν.εκκλησιαστική τάξη και πειθαρχίααρχ.επιδεξιότητα, ικανότητα («ἐπιστήμη πρὸς τὸν πόλεμον», «ἐπιστήμη τοῡ νοεῑν»).
Dictionary of Greek. 2013.